|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κεφαλάκι? — — ρηχία — τσουκαλάδικο — επιχειρηματικότητα — υμείς — χαμπαρίζω — εξαφνος — σιτευτός — δαιμονιακός — συγκατακλίνω — εξέλκωση — εντεροκολίτιδα — εξοβελισμός — τινάσσω — αποσβεννύω — οχλοκρατούμαι — αναχωνεύω — πρόγκα — μαίευτρα — κράμβη — λιθοτεχνία — μαρμάγκα |
|||