|
ο, η осуждённый, осуждённая #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осуждённый? — κατάδικος как на (ново)греческом будет слово осуждённая? — κατάδικος как с (ново)греческого переводится слово κατάδικος? — осуждённый, осуждённая — χρηματικός — στραβοκαταλαβαίνω — συκαμινέα — γαλατόχορτο — είκοσι — συσχετίζω — πλατομέτωπος — ακόπιαστα — γλάκιο — τρόλλεϋ — κυβευτής — γαλακτόκονις — υπερφίαλος — λόγχη — καβγάς — συνασπίζω — λευκοϊκτίς — κεφαλομάντιλο — αλάτι — λυχναράκι — βομβυκοτρόφος |
|||