|
το крахмальный спирт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крахмальный спирт? — αμυλόπνευμα как с (ново)греческого переводится слово αμυλόπνευμα? — крахмальный спирт — εφοδιασμός — τάππα — αγούρμαστος — παραμιλάω — έρπω — ασπροφορεμένος — αναπτέρωση — κοντήτερος — ακαθόριστος — κάμα — βασίλειο — χοιρομήριον — βελονάκι — ματικάπι — αναδιοργανωτής — Φίλιππος — προσφάγι — αποκομιδή — καστρόπορτα — χειροτέχνιδα — οποίος |
|||