Новогреческий словарь
ανάκυρτος
ανάκυρτ|ος
выпуклый
;
~ οδός — дорога с двускатным покрытием, с двускатным профилем
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выпуклый
? —
ανάκυρτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανάκυρτος
? — выпуклый
#
(ново)греческий словарь
—
εντριβής
—
εφόλκιον
—
ζυθοποιία
—
αποδοσίδι
—
οικόπεδο
—
πρωτομαγιάτικα
—
φραντζέλα
—
ανισομερώς
—
πεολειξία
—
όγδοο
—
χαρτοσήμανση
—
συνάντημα
—
υποβολέας
—
ασυνάρτητο
—
επιτηδεύομαι
—
τριανταφυλλιά
—
αυτοθιγενής
—
γαργαλάω
—
ψέκτης
—
ελιγμός
—
κολοκυθένιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве