Новогреческий словарь
σακχαρομύκης
σακχαρομύκης
(-ητος) ο
спиртовые дрожжи
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
спиртовые дрожжи
? —
σακχαρομύκης
как с
(ново)греческого
переводится слово
σακχαρομύκης
? — спиртовые дрожжи
#
(ново)греческий словарь
—
στανικά
—
θερμόλουτρο
—
μολόχορτο
—
υδροκίνητος
—
κατακάθομαι
—
κουφίζω
—
χλωρός
—
διακόνι
—
αναζευγνύω
—
σφήκα
—
βουτύρινος
—
καταξοδιάζω
—
αποστειρώνω
—
ιξώδης
—
μεγαλοπραγμοσύνη
—
πολυφαγία
—
εισχέω
—
προβλεπτικός
—
αεριοταμιευτήρ
—
ξετιμιώνω
—
θειαφόφεγγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве