Новогреческий словарь
προίκα
προίκα
η
приданое
;
έχει τήν ~ αφάγωτη — [phrase]он ещё холостяк[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
приданое
? —
προίκα
как с
(ново)греческого
переводится слово
προίκα
? — приданое
#
(ново)греческий словарь
—
καθαρό
—
μεσότοιχίο
—
ανεγκλιμάτιστος
—
άθρυπτος
—
υδρόμελι
—
ευεργέτημα
—
μασουλίζω
—
δούλωσις
—
μωρουδάκι
—
σαράγι
—
λέξη
—
μαθηματικός
—
ξανανοίγω
—
αποπληρωμή
—
γλύκα
—
εξωνούμαι
—
παραθυράκι
—
αηδονολαλούσα
—
υαλοποιία
—
λεξικό
—
πώμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве