Новогреческий словарь
κάλλος
κάλλ|ος
II ο
мозоль
(на ноге);
===
τού πατώ στόν ~ο — наступить на любимую мозоль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мозоль
? —
κάλλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κάλλος
? — мозоль
#
(ново)греческий словарь
—
καθηγεσία
—
εβδομηκοντοετία
—
αποστέλλομαι
—
λοιδοριά
—
γλιτωμός
—
ροκφόρ
—
μυστήριος
—
ράπανο
—
ανέλκυση
—
υπνώττω
—
αφιλάδελφος
—
ανίζησις
—
προσθέτως
—
μουντός
—
μεταβιβασμός
—
καθρέφτης
—
πλινθοκεραμοποείο
—
σιδηροτεχνία
—
υδατογόνος
—
γραμματοπήρα
—
μελισσουργείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве