|
напрасно; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово напрасно? — ανώφελα как с (ново)греческого переводится слово ανώφελα? — напрасно — χωροστάθμη — ωρυγή — αράδα — καταδότης — αισχρόλογο — ακριβολόγος — δεκατριάκις — πεσιμιστικά — ξεροτήγανο — απομονούμαι — χωροθέτηση — σηκωμός — τετράπρακτος — διάταμα — διπλοσάνιδο — ξευτελίζω — δωροληψία — ναργελές — επιχαλκώνω — βράστη — ακαταστάλαχτος |
|||