Новогреческий словарь
μίσθωση
μίσθωση
η
наём; аренда
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
наём
? —
μίσθωση
как на
(ново)греческом
будет слово
аренда
? —
μίσθωση
как с
(ново)греческого
переводится слово
μίσθωση
? — наём, аренда
#
(ново)греческий словарь
—
εφοπλιστικός
—
συναρτώ
—
μυροπώλης
—
αξιότιμος
—
οδογράφος
—
εφημεριδογραφικός
—
γαγγραίνιασμα
—
πεντόζη
—
σαπωνοποιείο
—
καταμοσχεύω
—
δέκατα
—
αποβάλλω
—
κορδελλού
—
απειροπόλεμο
—
φλεμόνι
—
προορισμός
—
φορεματάκι
—
αψάρευτος
—
ανελήφθην
—
συμποσιακός
—
ξεφραγμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве