Новогреческий словарь
εζεύχθην
εζεύχθην
παθ. αόρ. от ζευγνύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εζεύχθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ρεκλαματζής
—
ταύρειος
—
επιτήδειος
—
ανθρωποειδής
—
παραφωνία
—
αύθις
—
εξαργυρωτέος
—
εγωτισμός
—
στάγμα
—
φιλοσοφικότης
—
δεμάτιο
—
Ουγγαρέζος
—
κρησφύγετο
—
επιφανής
—
γαλάχτισμα
—
εικάζω
—
προκλητικότητα
—
υποβαλλόμενος
—
κεκλιμένος
—
συγκατοχή
—
προσωποποίηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве