Новогреческий словарь
στεφανωμένη
στεφανωμένη
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
στεφανωμένη
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ποντιακός
—
λεμφαδένας
—
καμαρότα
—
ιταλιάνικος
—
μουσαμαδένιος
—
αρχειοθήκη
—
σκύρο
—
αφρίνα
—
γκαϊδίζω
—
διακλαδίζομαι
—
τηλεγραφείο
—
απερηφάνευτος
—
διπλέλικος
—
ατζαμίδικος
—
χοντρόκωλα
—
χρώμιο
—
ρυγχοφόρος
—
Φεβρουάριος
—
εκεί
—
σιτία
—
χρυσογόνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве