|
израильский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово израильский? — ισραηλιτικός как с (ново)греческого переводится слово ισραηλιτικός? — израильский — τρουβαδούρος — υπέρψυξις — γλαυκός — δημοπρατικός — τιμωριέμαι — αποσφράγιση — εναπόθεμα — μουστερής — λιθοθραύστης — κοζάρω — ραβδοειδής — διακοσμητής — χυμευτικός — φελλομάννα — φριχτός — βάρεμα — δημοτελής — ωραιοπαθής — επίσημοι — γοργοπόδης — ευεργεσία |
|||