|
η дура; тупица; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дура? — σερσέμισσα как на (ново)греческом будет слово тупица? — σερσέμισσα как с (ново)греческого переводится слово σερσέμισσα? — дура, тупица — περιέλιξη — γνωστός — τεντόπανο — ξaμπελίζω — οδοντοψήκτρα — λαδικό — λουρόπετσο — προβοδώ — γουρνωτός — ασπροκιτρινίζω — λουλούδισμα — Ισπανίδα — ατημέλητος — προσποίηση — γέλασμα — ανεμοτρεφής — σύγχυση — αλυπία — αυτοτραυμοτίζομαι — εξαόροφος — στηλιτευτικός |
|||