Новогреческий словарь
φθάνω
φθάνω
(αόρ. έφθασα, μετχ. πρκ. φθασμένος) см. φτάνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
φθάνω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
βαρελάδικο
—
απομανθάνω
—
φωτοβολίδα
—
αποθαμάζω
—
φτερωτός
—
ιδιωματισμός
—
ρωσσιστί
—
στόμαχος
—
οχθρός
—
έδωκα
—
στερεύομαι
—
αργανέλλο
—
τσουβάλιασμα
—
κουκούλλι
—
όστρακο
—
γονότυπος
—
βίντσι
—
αναλλοίωτος
—
σημαδευμένος
—
αψηλώνω
—
εναγκαλισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве