Новогреческий словарь
ρηματικός
ρηματικός
1)
глагольный
;
~ό επίθετο — отглагольное прилагательное
;
2) :
~ή διακοίνωση — дип. демарш
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
глагольный
? —
ρηματικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρηματικός
? — глагольный
#
(ново)греческий словарь
—
τρίκοχος
—
χασμουριέμαι
—
πριγκιπάτο
—
προαπαντώ
—
φατνιορραγία
—
ψουνίζω
—
ξεσκάζω
—
σύνδεσμος
—
επαναπατρίζω
—
συχώριο
—
συνδεκάζω
—
αναπάντεχος
—
συστρατιώτης
—
παρεκκλίνω
—
φαλτσάρισμα
—
πλοκή
—
μισανοιγμένος
—
εθνωφελής
—
συγχροτρόνιο
—
δακτυλιογραφία
—
μεταγραμματισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве