|
Убежденный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πεπεισμένος? — — πετρούλα — γαλαντλία — κοντυλομάχαιρο — μοσχομυρωδιά — δενδρόφυτος — μουαρέ — εποστρακίζομαι — πόνεμα — ποδοκομία — βουτυροκόμος — επιστασία — μικροπόνηρος — αγροτικό — ταπεινώς — καταδικαστικός — ψυχροθεραπεία — καμέλια — επιστεγάζω — εξοργισμός — λεμονί — ξυπνώ |
|||