|
η 1) дворничиха; 2) мусорщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дворничиха? — σκουπιδιάρισσα как на (ново)греческом будет слово мусорщик? — σκουπιδιάρισσα как с (ново)греческого переводится слово σκουπιδιάρισσα? — дворничиха, мусорщик — βυθοκορώ — επικουρία — δίκαυλος — κομφόρ — απαργιοσμένος — ανδρομανής — αυτοκολακεία — γλυκοχαιρέτημα — γυναικοπρεπής — άβυθος — ξαραχνιάζω — καλύβα — τεζάκι — στροφορμή — Ινδονήσια — ποδοπάνι — αγονία — αζάπης — σχεδιογράφημα — κρύσταλλος — πατούχας |
|||