Новогреческий словарь
ύττριο
ύττριο
το хим.
иттрий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
иттрий
? —
ύττριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ύττριο
? — иттрий
#
(ново)греческий словарь
—
ψάλλω
—
αυτοδύναμα
—
ηπατοτομία
—
επιδιορθώτρια
—
ειδικότητα
—
βαρύγδουπος
—
αλανιάζω
—
προπερισπωμένη
—
ιχθυέλαιο
—
παραχρήμα
—
σκίζα
—
ακρο-
—
συμβουλεύω
—
στριγκλίζω
—
ποταμόκολπος
—
υποθηκεύσιμος
—
δαρτός
—
εκσπονδος
—
αρχιγένεση
—
γυροσκοπικός
—
πλειοψηφικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве