Новогреческий словарь
λιθογλύπτης
λιθογλύπτης
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιθογλύπτης
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κυλινδρικός
—
νεώτερος
—
πιεστικός
—
σιταγωγία
—
φανοκόρος
—
ιχνηλασία
—
στενόμακρος
—
δουκάτο
—
λιβελλογράφος
—
φουρκάς
—
ιστορία
—
εντατήρ
—
ακριβαγόραστος
—
αρχοντοσυμπεθερεύω
—
ξεκουμπίζομαι
—
ιχθυοπωροπώλης
—
εξαχνώ
—
αεραγωγός
—
ασύρματα
—
εγκαρσίως
—
ψηλομέτωπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве