|
η отвращение, омерзение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отвращение? — βδελυγμία как на (ново)греческом будет слово омерзение? — βδελυγμία как с (ново)греческого переводится слово βδελυγμία? — отвращение, омерзение — πελτές — υποδηματοπώλης — θανατοποινίτης — κοκαλώνω — συκωταριά — οριστικά — χρύσωμα — τάζομαι — πλευρεκτομία — αγροίκος — πλαίσιο — μεσοσκέλιο — έγκλεισμα — ψηφοδόχος — καρδιογραφία — μόσχος — χρυσίζω — ευδοκιμώ — ζυγιά — οδοντίατρος — τοσούλης |
|||