Новогреческий словарь
σκώρος
σκώρ|ος
ο 1)
моль
;
2)
червь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
моль
? —
σκώρος
как на
(ново)греческом
будет слово
червь
? —
σκώρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκώρος
? — моль, червь
#
(ново)греческий словарь
—
αγγειοβρίθεια
—
μουνουχισμένος
—
πολύγωνος
—
δυνάστης
—
απαγγέλνω
—
κατακρύπτω
—
τρίφυλλος
—
μαχαίρωμα
—
παγγερμανιστής
—
λαδομπογιατίζω
—
γραφίστρια
—
ξεροκόμματο
—
συγχυσμένος
—
συμψηφισμός
—
μοσχομάγκα
—
λαγκαδότοπος
—
σουπιά
—
βρίζομαι
—
υπωρόφιος
—
πιανιστικά
—
χαλκελασματουργείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве