|
ο плющ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плющ? — κισσός как с (ново)греческого переводится слово κισσός? — плющ — αντιμέτρηση — λησμονημένος — ένθεμα — μαγνητόμετρο — τύφλωση — λορυγγολόγος — κόμπος — κοιτάζω — Χιλή — πόρεψη — κατρακύλα — αναχορηγήτρια — καραδοκώ — σουίτα — λαγαρός — οστεομυελίτιδα — σταίνω — τζάζ-μπάντ — πρωτάρα — φρύαγμα — παλαβομάρα |
|||