Новогреческий словарь
αποσχολάζω
αποσχολάζω
отдыхать
(от работы)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отдыхать
? —
αποσχολάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποσχολάζω
? — отдыхать
#
(ново)греческий словарь
—
πειστικότητα
—
διαδρομεύω
—
αντίξοος
—
λαχειοπώλης
—
αργοπάτητα
—
προσπάθεια
—
αξύπνητος
—
μεθόρμιση
—
ημιπληγικός
—
κατσικοκλέφτρα
—
ροφητός
—
γρατσουνίζομαι
—
ανεμοδούρα
—
τρομαγμένος
—
φιλοξενώ
—
πυριτιδοποιείο
—
αρχικατεργάρης
—
αποχτηνώνω
—
μεχέγκι
—
αμαξιάτικα
—
ακατεύναστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве