Новогреческий словарь
τεσσαράκοντα
τεσσαράκοντα
сорок
;
===
έφαγε παρά μίαν ~ — [phrase]он получил по первое число[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сорок
? —
τεσσαράκοντα
как с
(ново)греческого
переводится слово
τεσσαράκοντα
? — сорок
#
(ново)греческий словарь
—
πολιτισμολογία
—
καπλαντοβελώνα
—
θεονήστικος
—
Άραψ
—
καρυοθραύστης
—
ζύγιση
—
φτέρη
—
παιδαγωγώ
—
σμυριδωρυχείο
—
χαλκευτήριον
—
φρούτο
—
ξύπνιο
—
πλουσιοπάροχα
—
γαλακτοκομικός
—
καμακίζω
—
αντιασφυξιογόνος
—
ετερόκλιτος
—
βροντοφωνώ
—
αλευροποιός
—
κοντραμπάσσο
—
τουφεκώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве