|
η предложивший наибольшую цену (при торге, на аукционе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предложивший наибольшую цену? — πλειοδότης как с (ново)греческого переводится слово πλειοδότης? — предложивший наибольшую цену — δραματοποίηση — ασιατικός — αποκατασταίνω — εκδοροσφαγέας — ακακία — σοβαντίζω — γιαμάς — βουκολικά — φασαμαίν — εξαπατώ — πουντάρω — εννιάημερα — κασεράκι — ασύγκρουστος — γραφικός — αυτοθέρμανση — ωρολογοποιία — ταλαιπωρημένος — πενταετία — τσιγαρόχαρτο — σχολάζω |
|||