Новогреческий словарь
πλαγιασμένος
πλαγιασμέν|ος
лежащий; полёгший
(о растениях);
τά στάρια είναι ~α — [phrase]хлеба полегли[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лежащий
? —
πλαγιασμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
полёгший
? —
πλαγιασμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλαγιασμένος
? — лежащий, полёгший
#
(ново)греческий словарь
—
αλετροπόδι
—
ασβολώ
—
ξερή
—
υγραντικός
—
ρεμβαστής
—
ανύπαρκτος
—
πουδραρίζω
—
γλωσσόχορτο
—
θεράπευση
—
ευεκτώ
—
κερδοφόρως
—
κωλαράς
—
απάτητος
—
χαμόδεντρο
—
βλαισός
—
μεσσηνέζα
—
κολλητσίδα
—
αρχιεροσύνη
—
αλατοφόρος
—
ανταγωνισμός
—
συνείρω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве