Новогреческий словарь
εκχυτήρας
εκχυτήρας
(-ήρας) ο
насос
(для откачивания воды из трюма)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
насос
? —
εκχυτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκχυτήρας
? — насос
#
(ново)греческий словарь
—
χάννος
—
μεσοχωρίτισσα
—
διαφθορείο
—
παιδοποιία
—
σαλίγκαρος
—
πελάτις
—
μελιχρότητα
—
δεκαέξι
—
ναυτιλλόμενος
—
κατιφεδένιος
—
απαστράπτω
—
γνώστης
—
πρεπόντως
—
λιβαδότοπος
—
γελαστικά
—
βαθμηδόν
—
επιχάλκωση
—
περάτωση
—
δοξολογώ
—
μηδική
—
συνεταιρισμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве