Новогреческий словарь
εκπίεσμα
εκπίεσμα
το хим.
вытяжка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вытяжка
? —
εκπίεσμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκπίεσμα
? — вытяжка
#
(ново)греческий словарь
—
απεικόνισμα
—
ανέψι
—
νεφελοσκεπής
—
προπληρωμή
—
γουρουνομαθημένος
—
ανώγειον
—
είσοδος
—
αυτός
—
θεσπίζω
—
χοντροδουλειά
—
ναρκοπέδιο
—
ξυλοπερήφανος
—
επιτίμια
—
νεοβιταλισμός
—
τρέπομαι
—
υπερταξικός
—
μουγγρητό
—
τσιλιβήθρα
—
εξανεμώ
—
σμίλευση
—
βαρύθυμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве