Новогреческий словарь
βέρτζιλος
βέρτζιλ|ος
:
έμεινε ~ — [phrase]он остался без гроша[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βέρτζιλος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τραβεστί
—
σμυριδωρύχος
—
δετήρας
—
φυσηξιά
—
πάσπαλη
—
αναρρωνύω
—
διάναξις
—
μεταξύλημα
—
τεψί
—
αέρας
—
αμετάπτωος
—
ψαρός
—
αδειούχος
—
καπελλάδικο
—
πεντάλεπτος
—
συμπυκνωμένος
—
αποσκορακίζω
—
ψέλλισμα
—
ποδηλατάδικο
—
κοκαϊνομανής
—
αλετρεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве