Новогреческий словарь
διαξηραίνω
διαξηραίνω
(αόρ. διεξήρανα)
высушивать, просушивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
высушивать
? —
διαξηραίνω
как на
(ново)греческом
будет слово
просушивать
? —
διαξηραίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαξηραίνω
? — высушивать, просушивать
#
(ново)греческий словарь
—
σεπτεμβριανά
—
ερμηνευτής
—
σιτοκαλλιέργεια
—
αγουρογεννημένος
—
επικάρδιον
—
τραμπούκο
—
φιλοτιμάω
—
αποχαυνωμένος
—
σταχυολογω
—
ελαστικό
—
αποφθειρίαση
—
αχαλινωσιά
—
γεντιανή
—
φαρυγγισμός
—
ξεπαπουτσώνω
—
πρωθύστερα
—
εξημερώσιμος
—
εύκολα
—
γλάκιο
—
τολύπη
—
πρώιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве