Новогреческий словарь
εντερικός
εντερικός
кишечный
;
~ χυμός — кишечный сок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кишечный
? —
εντερικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εντερικός
? — кишечный
#
(ново)греческий словарь
—
ανημποριάζω
—
γκαντίρικο
—
επταπλασιάζω
—
διαμαρτυρημένος
—
εθνεγερτήριον
—
ιδιωματικός
—
απερίσκεφτος
—
παρασταίνω
—
σιγάζω
—
μετανοητής
—
αγριωπός
—
μονομάτης
—
βουτηγμένος
—
άγουρα
—
γαλουχούμαι
—
ευφραίνω
—
αντιψυχωτικός
—
χεροδύναμος
—
αντεκδικούμαι
—
βαστάγι
—
κακόγεννη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве