|
ο, η юр. тот(__,__) кто скрывается от суда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто скрывается от суда? — φυγόδικος как с (ново)греческого переводится слово φυγόδικος? — тот, кто скрывается от суда — μπακαλόγατος — ηθικολογία — υπείκω — αμετακίνητος — νανουρίζομαι — γκριζομάλλης — βαφική — θνησιγενής — πιστότητα — επευφημώ — στοιχείωμα — επιβεβαιώνω — τετραετής — ελάττων — αποκυλώ — κομψαίνω — λαχανοσαλάτα — παρεγκεφαλίδα — οργανίδιο — εξαφνικό — φρακτήρας |
|||