|
η 1) пирожное; 2) паста; ~ τών δοντιών — зубная паста; 3) перен. : τί ~ είναι; — [phrase]из какого теста он сделан?, что он за человек?[/phrase]; όλοι τους είναι από μιά (или απ' τήν) ίδια ~ — [phrase]все они из одного теста [/phrase] (сделаны) ; δέν είναι κακή ~ αυτός — [phrase]он неплохой человек[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пирожное? — πάστα как на (ново)греческом будет слово паста? — πάστα как с (ново)греческого переводится слово πάστα? — пирожное, паста — πλινθοκεραμοποείο — παραπονεμένος — καλημέρα — αλληλένδετο — ακωδικοποίητος — μέλλον — επιβεβαιώνομαι — βασιλόπουλο — πολυθεϊστικός — στυγνός — κλωστική — βούρα — εύρεση — καλημέρισμα — ρινιστής — συμβιβάζω — νευροπάθεια — αλάλητος — περιφραστικός — σταχομαζώχτρα — υαλοπίνακας |
|||