Новогреческий словарь
αποδεικνυόμενος
αποδεικνυόμενος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποδεικνυόμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κισσοστεφής
—
ελμινθολογία
—
αστερισμός
—
ακτινογράφημα
—
εποικισμός
—
αψιμαχία
—
αυτοπροσώπως
—
λεόντειος
—
ανάθλιψη
—
διάξυσμα
—
σερβιτόρα
—
φυσικότητα
—
βρυοειδής
—
ελαιοφάγος
—
χιρσφελδία
—
ποικιλόθερμα
—
πνευστιώ
—
ιδού
—
σκόνταψη
—
μπάγκα
—
καταχτώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве