|
(-εως) η наслаждение (действие) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наслаждение? — εντρόφηση как с (ново)греческого переводится слово εντρόφηση? — наслаждение — γυμνίστρια — λειχήν — εξίχθην — κέλυφος — ξέκωλος — καπρίτσιο — τακτοποίηση — μελίρρυτος — επιπλοποιείο — παράβλαστο — ρομάντζο — σβάρνα — κλασσικότητα — καρτόνι — χνουδερός — προστυχόλογα — εμβελές — ανακατωσιά — σκυθρωπασμένος — δίφορος — ασύμπλεκτος |
|||