|
спинномозговой; ~αία παρακέντηση — спинномозговая пункция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спинномозговой? — ενδορραχιαίος как с (ново)греческого переводится слово ενδορραχιαίος? — спинномозговой — πνιγμός — χαντζάρας — ανακατάταξη — στρωματσόπανο — ζευκτηρία — χέρι — φάκελλος — κατευφραίνω — τραπεζομάντηλο — βεργοστέφανο — βρογχοσκόπιον — προαγωγεία — αγροζημία — γαία — επαπειλούμαι — ηδονοβλεψίας — μπλάστρι — λευτερώνομαι — αναγκαιότητα — ξέρω — ατομικιστικός |
|||