|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τρυπόξυλο? — — σύγυρο — υπηρετικός — αλυσόκλειστος — βρεφοκομείο — αραχνώδης — ακήρωτος — ορθομαρμάρωση — στιχουργώ — σμαραγδίτης — ατμήρης — αβουτύρωτος — μελλόνυμφος — δοκουμέντο — καλλικέλαδος — κοφίνα — αυθορμησία — ραδιοφόρος — εκτίω — αφιλόξενος — αραγός — ουτοπικά |
|||