|
(-εως) ο 1) анат. яичко; 2) бот. орхидея #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово яичко? — όρχιδα как на (ново)греческом будет слово орхидея? — όρχιδα как с (ново)греческого переводится слово όρχιδα? — яичко, орхидея — τυρός — εγκεφαλισμός — ψαρήσιος — εκβολάς — απαράβλαφτος — μάγεύμα — ανασαλεύω — ακονίαστος — συμπληρωματικά — γκρεκιάζω — κεφαλώνω — μετριάζομαι — αναρίγισμα — στρατηγώ — λύσσα — λειμώνιος — υπερπυρεξία — υπερασπίστρια — αγγειοχειρουργός — απροδιάθετος — ξελειτουργώ |
|||