|
коралловый (тж. о цвете); ~α ύφαλος — коралловый риф; ~α χείλη — коралловые губы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коралловый? — κοράλλινος как с (ново)греческого переводится слово κοράλλινος? — коралловый — δίπτερος — σταυροπατέρας — βάναυσος — δεξαμενή — νοησιοκρατία — πατάτα — γενεσιακός — απίθωμα — ενστικτώδης — ορφάνευμα — φορτωτήρα — κορωνίδα — μετεωροειδές — ληστοτρόφος — υγροσκοπία — χειροπρίων — εξωσχολικός — μύθευμα — απηχώ — λογαριάζω — δρομομετρία |
|||