Новогреческий словарь
κατάπληξη
κατάπληξη
η
изумление
;
προκαλώ (или προξενώ, κάνω) ~ — поражать, изумлять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
изумление
? —
κατάπληξη
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατάπληξη
? — изумление
#
(ново)греческий словарь
—
ταιριάζω
—
ανα-
—
περουκίνι
—
μεγαθήριο
—
αρατίζω
—
πλοηγίδα
—
τριτάρικος
—
λαθρεπιβάτισσα
—
νεκροφιλία
—
εξεπίτηδες
—
κρυφτός
—
εγκαταριθμώ
—
δακτυλολογία
—
δίσπαππος
—
μετρολογία
—
πλαστογράφος
—
τουμπάνιασμα
—
διεκθλίπτης
—
στρίγγλος
—
θετικοδοξία
—
καθοριστικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве