|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εργοδοτικός? — — κουρελιάρισσα — δεντροφίδα — αφκιασίδωτος — ξεσαβούρωμα — απόψε — λωλαμάρα — αμμόλιθος — εφτά — αντεπιτίθεμαι — απογραφικός — καταβρεκτήρ — διέκρους — αερομοντέλο — ξενοικιάζομαι — εξέδρα — ακαλλιεργησία — επωαστήρ — ψίχουλο — αειφανής — σουσαμάτο — θηλάκιο |
|||