Новогреческий словарь
γιατρολόγημα
γιατρολόγημα
το 1)
уход за больными
;
2)
лечение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уход за больными
? —
γιατρολόγημα
как на
(ново)греческом
будет слово
лечение
? —
γιατρολόγημα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γιατρολόγημα
? — уход за больными, лечение
#
(ново)греческий словарь
—
μπαταχτσής
—
εγκεντρίδα
—
πίκ-νίκ
—
ανισοπαχής
—
αραιομετρία
—
εργοτόκρανον
—
εξαφανίζομαι
—
καρποκτησία
—
ρηξιγενής
—
γλιδερός
—
θαλασσοπνίγω
—
χαμπέρι
—
αντιχαριστικός
—
χειροπόδαρα
—
γιγαντομαχώ
—
παγκάρπιο
—
τζελατίνα
—
αμνηστεύσιμος
—
τσάκωμα
—
αναγούλα
—
βουτυριακή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве