Новогреческий словарь
αμφίκυρτος
αμφίκυρτ|ος
двояковыпуклый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двояковыпуклый
? —
αμφίκυρτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμφίκυρτος
? — двояковыпуклый
#
(ново)греческий словарь
—
μαγνητεγερτικός
—
εφτακοσαριά
—
αγαργάλητος
—
εφελκυσμός
—
αποβλέπω
—
λαστιχάκι
—
αλειμματοδόχη
—
χυμευτής
—
εφθάρην
—
αλωπεκία
—
τρυποκάρυδο
—
ενδομορφία
—
ατριγύριγος
—
σταλάζομαι
—
χοιρομήριον
—
πεσκαδούρος
—
συνωμότρια
—
υποκαθίσταμαι
—
ενθουσιασμένος
—
αταιτώ
—
ατλάζι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве