|
увлажняться; ηγράνθηκαν τά μάτια (или οι οφθαλμοί) — [phrase]глаза увлажнились, стали мокрыми от слёз[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово увлажняться? — υγραίνομαι как с (ново)греческого переводится слово υγραίνομαι? — увлажняться — θαλασσογράφος — νερώνω — ορυκτολόγος — υπερφυής — λογύδριον — πλαισιωτός — εφαρμοσμένος — οσονούπω — επιπλοποιία — σιγουρεύω — κουμπωτός — μηλιόρι — κατάκλιτος — γαλέττα — αρτάνη — φωνασκώ — βουρκώνω — απολησμονώ — ηλεκτροφώτιστος — αντιγνωμία — άπρεπος |
|||