|
обмениваться; ~όμαστε φιλοφρονήσεις (δώρα) — обмениваться любезностями (подарками) ; === τί διημείφθη; — [phrase]о чём шёл разговор?[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обмениваться? — διαμείβομαι как с (ново)греческого переводится слово διαμείβομαι? — обмениваться — εμφρακτήρας — ζερβόδεξα — ασπίτωτος — κακόμορφος — Ω — θαλασσινομανιταρόσουπα — γαϊδουριάζω — δεκαοκτάκις — επίπλαση — βοστρυχώνω — άρπυιο — σακκουλήσιος — γκοσσίζω — αλλοχρωματισμός — εξελίσσομαι — ατμαγωγός — οξαλίδα — όμοιος — ευμνημόνευτος — λίπος — προαπαιτώ |
|||