Новогреческий словарь
γλυκοπύρηνος
γλυκοπύρην|ος
1)
со сладкими косточками
(о плодах);
2) :
~ουνο βερύκοκο — абрикос
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
со сладкими косточками
? —
γλυκοπύρηνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γλυκοπύρηνος
? — со сладкими косточками
#
(ново)греческий словарь
—
μισοανοικτός
—
ωρολογοθήκη
—
κληρουχία
—
αυτοκατοπτρίζομαι
—
πλατέως
—
σεληνοτοπογραφία
—
εξευρωπαΐζω
—
μάλις
—
πορδοκλάνω
—
μικρόνοια
—
διηγούμαι
—
άθροισμα
—
σκαστός
—
σαράντα
—
υδρογραφία
—
διάραχο
—
αγιωτικός
—
αναιδώς
—
λησμονημένος
—
τσουκάλα
—
διακάτοχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве