|
относящийся к общежительному монастырю #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к общежительному монастырю? — κοινοβιακός как с (ново)греческого переводится слово κοινοβιακός? — относящийся к общежительному монастырю — αιμοδυναμική — τοκοχρεολυτικός — πεύκι — πτωματικός — κακοφέρνομαι — χαράζω — αγιογραφώ — συμβολαιογραφικός — πανεθνικός — γυφτιά — κλύσις — πριγκιπικός — διανοητής — βασιλοπούλα — γιορτασμός — δερματοπάθεια — κοινωφελία — μπατανία — εμμανής — μετεωρολογικός — ακυρωσία |
|||