Новогреческий словарь
διευθετήσιμος
διευθετήσιμ|ος
могущий быть улаженным
, устроенным, урегулированным
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
могущий быть улаженным
? —
διευθετήσιμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
διευθετήσιμος
? — могущий быть улаженным
#
(ново)греческий словарь
—
αριφνησιά
—
παραδρομή
—
βαθουλωτός
—
τραβέλι
—
θηλαστικό
—
διβάνι
—
αλγερινός
—
εντειχισμός
—
προσβατότητα
—
τρισυπόστατος
—
στερεοχημεία
—
επιτηδεύω
—
βιβλιολογία
—
ορθοδοξώ
—
διασφαλίζω
—
ανθοκηπουρική
—
κατακρίνομαι
—
σουβαντίζω
—
βιολόλυρα
—
στερεότυπο
—
αυτοσυντήρησία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве