Новогреческий словарь
μυέλινος
μυέλιν|ος
анат.
миелиновый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
миелиновый
? —
μυέλινος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μυέλινος
? — миелиновый
#
(ново)греческий словарь
—
αμισθί
—
αποκομιδή
—
μεσάλι
—
δερματολογικός
—
μπομποτάλευρο
—
δικονομικός
—
κατασχετήριον
—
μισαλληλία
—
αλατερό
—
πυροβόλο
—
φασκελώνω
—
τραυματιοφορίνα
—
επιψευδαργυρώνω
—
καράτι
—
ευκή
—
ζαβολιάρης
—
αμαξιά
—
γλωσσικός
—
επενεκτέος
—
κεραμιδάς
—
ζωοκόμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве