Новогреческий словарь
διπλοσκοπός
διπλοσκοπός
ο воен.
подчасок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подчасок
? —
διπλοσκοπός
как с
(ново)греческого
переводится слово
διπλοσκοπός
? — подчасок
#
(ново)греческий словарь
—
δωδεκάμερα
—
αμπαρώνω
—
δρομαίως
—
τρισμύριοι
—
άθραυστος
—
νυμφεύομαι
—
άκλιτος
—
σαλαμούρα
—
αιματέμεση
—
ράβω
—
αλκοόλη
—
σιδερώνω
—
αμπούκωτος
—
δαμασκηνο
—
ζαριά
—
κλοπή
—
τζιτζίκι
—
αντιπληθωριστικός
—
μπαγιάτικος
—
υδροδυναμική
—
μωρουδάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве